- ὄχλοις
- ὄχλοςcrowdmasc dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὀχλοῖς — ὀχλέω move pres opt act 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατελπισμός — κατελπισμός, ὁ (Α) [κατελπίζω] βάσιμη ελπίδα («τηλικοῡτον γὰρ προενεβεβλήκει κατελπισμὸν τοῑς ὄχλοις», Πολ.) … Dictionary of Greek
πολυανδρώ — έω, Α [πολύανδρος] έχω πολλούς κατοίκους («ὄχλοις ξυμμείκτοις πολυανδροῡσιν αἱ πόλεις», Θουκ.) … Dictionary of Greek
προεμβάλλω — ΜΑ [ἐμβάλλω] 1. εμβάλλω, ρίχνω ή τοποθετώ προηγουμένως κάτι μέσα σε κάτι άλλο (α. «προεμβάλλει τε εἰς τὴν ὀπὴν τοὺς πόδας», Παυσ. β. «προεμβάλλουσι λίθον εἰς τὸν πυθμένα τοῡ βόθρου», Γεωπ.) 2. προνοώ ώστε κάτι να τοποθετηθεί ανάμεσα σε άλλα αρχ.… … Dictionary of Greek